- μασούλισμα
- μασούλισμα, το και μασούλημα, το, -ατοςασταμάτητο και σιγανό μάσημα: Το μασούλισμά του είναι ενοχλητικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μασούλισμα — και ματσούλισμα, το [μασουλίζω] αργό μάσημα που διαρκεί πολλή ώρα … Dictionary of Greek
μασούλημα — και ματσούλημα, το [μασουλώ] το μασούλισμα … Dictionary of Greek
ματσούλισμα — το βλ. μασούλισμα … Dictionary of Greek